- καταβρόχθιση
- [-ις (-εως)] η пожирание; проглатывание, поглощение (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταβρόχθιση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταβροχθίζω, η κατάποση της τροφής με λαιμαργία: Έκαμαν καταβρόχθιση μεγάλης ποσότητας κρέατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβρόχθιση — η το να καταπίνει κάποιος κάτι με λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβροχθίζω. Η λ., στον λόγιο τ. καταβρόχθισις, μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
κάψις — (I) κάψις, ἡ (Α) καταβρόχθιση, χάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. ις (πρβλ. βάψ ις, ράψ ις)] … Dictionary of Greek
κατάβρωση — η (AM κατάβρωσις) [καταβιβρώσκω] η καταβρόχθιση («καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
καταβροχθισμός — ο (Α καταβροχθισμός) [καταβροχθίζω] η καταβρόχθιση … Dictionary of Greek
καταφάγωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατατρώγω, τέλειο φάγωμα, καταβρόχθιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φάγωμα (< φάγωμα < φαγώνω), πρβλ. απο φάγωμα, παρα φάγωμα] … Dictionary of Greek
παμφαγία — η 1. αδηφαγία, καταβρόχθιση τών πάντων 2. το να μπορεί κανείς να τρώει κάθε τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παμφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συνολκή — η, ΝΜΑ 1. συστολή, μάζεμα 2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» στηθάγχη β. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. αρχ. κατάποση, καταβρόχθιση αρχ. 1. σπασμώδης συστολή τετάνου 2.… … Dictionary of Greek
ωμοφαγία — η / ὠμοφαγία, ΝΑ [ὠμοφάγος] (ιδίως κατά την αρχαιότητα) ο διαμελισμός και η καταβρόχθιση ωμών τών σαρκών τού θύματος μετά από τη θυσία νεοελλ. η βρώση ωμών τροφίμων και, ιδίως, κρεάτων … Dictionary of Greek
κατάπιομα — το ατος, καταβρόχθιση: Μην τον κόβεις στο κατάπιομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχώνιασμα — το, ατος 1. καταβρόχθιση: Θα παχύνεις με τέτοιο καταχώνιασμα φαγητού. 2. χώσιμο κάποιου πράγματος στη γη: Νομίζει πως θα σώσει τις λίρες με το καταχώνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)